- δασοφυλακή
- ηυπηρεσία του κράτους που φροντίζει για τη φύλαξη των δασών με όργανα τους δασοφύλακες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δασοφυλακή — η 1. κρατικό σώμα στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη τών δασών 2. το σύνολο τών δασοφυλάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοφύλαξ ( ακος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek